κλωστοϋφαντικός

κλωστοϋφαντικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη ή βιομηχανία της κλώσης και της ύφανσης συνάμα.
2. το θηλ., κλωστοϋφαντική ως ουσ., η τέχνη και η βιομηχανία κατασκευής νημάτων και υφασμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλωστοϋφαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην τέχνη τής κατασκευής νημάτων και υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”